- σατραπηίας
- σατραπηΐᾱς , σατραπείαsatrapyfem acc pl (ionic)σατραπηΐᾱς , σατραπείαsatrapyfem gen sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.